μπλαζές

μπλαζές
ο, και μπλαζέ, ο, η
(για πρόσ.) α) αδιάφορος ή βαριεστημένος από τη ζωή
β) αυτός που υποκρίνεται τον κουρασμένο και χορτασμένο από τη ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. blase < ολλ. blasen «επαίρομαι, υπερηφανεύομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μπλαζές — ο πληθ. έδες (λ. γαλλ.), αυτός που έχει χορτάσει τα πάντα, ο αδιάφορος, ο υπερόπτης: Έχει συνεχώς ύφος μπλαζέ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”